- εικοστός
- -ή, -ό (AM εἰκοστός, -ή, -όν)(τακτικό αριθμητικό) αυτός που κατέχει την τάξη τού αριθμού είκοσι, βρίσκεται μετά τον δέκατο ένατονεοελλ.1. το θηλ. ως ουσ. η εικοστή (ημέρα) τού μήνα2. το ουδ. ως ουσ. το εικοστόκαθένα από τα είκοσι ίσα μέρη ενός συνόλουαρχ.το θηλ. ως ουσ. η εικοστήα) φόρος ενός εικοστούβ) (ειδ.) τελωνειακός δασμός που επιβαλλόταν σε όλα τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα είδη στα λιμάνια τής Αθηναϊκής Συμμαχίας.
Dictionary of Greek. 2013.